top of page
  • Writer's pictureΑπόστολος Γεωργούλας

Αντισυνταγματική η προκαταβολή 20% προστίμου για εξέταση προσφυγής πρατηριούχου (546/2018 ΔΠρΑθ)


Η εντολέας μας, ιδιοκτήτρια εταιρεία πρατηρίου διακίνησης υγρών καυσίμων, ζητούσε την ακύρωση, άλλως την τροποποίηση, της υπ’ ................. απόφασης του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, δυνάμει της οποίας της επιβλήθηκε, κατ’ επίκληση των διατάξεων του ν.3054/2002, πρόστιμο ύψους 24.000 ευρώ, με την αιτιολογία ότι δείγμα πετρελαίου κίνησης που ελήφθη από Κλιμάκιο Ελέγχου Διακίνησης και Αποθήκευσης Καυσίμων (Κ.Ε.Δ.Α.Κ.), στα πλαίσια επιτόπιου ελέγχου που διενεργήθηκε στο ανωτέρω πρατήριο, βρέθηκε, κατόπιν χημικής εξέτασης, «μη κανονικό», ως έχον περιεκτικότητα σε θείο 14,2 mg/kg αντί της μέγιστης επιτρεπόμενης εκ του νόμου περιεκτικότητας 10 mg/kg.


Με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του ν. 3054/2002 επιβάλλεται ως προϋπόθεση για την πρόσβαση του διαδίκου σε πρώτο βαθμό δικαστικής δικαιοδοσίας η καταβολή, με ανώτατο όριο τις 75.000 ευρώ, του 20% του επιβληθέντος προστίμου, το ύψος του οποίου κυμαίνεται κατά νόμο από 5.000 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ. Όπως, δε, αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3335/2005, το άρθρο 10 του οποίου αντικατέστησε το άρθρο 7 του ν. 3054/2002, με τη διάταξη αυτή εισάγονται προϋποθέσεις για την άσκηση και την εκδίκαση βοηθημάτων, με σκοπό την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη περαίωση των υποθέσεων που αναφύονται κατά την εφαρμογή του ν. 3054/2002. Και τούτο, διότι η μακροχρόνια εκκρεμότητα των σχετικών διαφορών θεωρήθηκε ότι υπονομεύει, εκ των πραγμάτων, τους στόχους και την αποτελεσματικότητα του ν. 3054/2002, ο οποίος αποβλέπει στη ρύθμιση της αγοράς και της διακίνησης πετρελαίου και πετρελαιοειδών προϊόντων προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος, με βασικούς άξονες α) την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την παροχή καλύτερων υπηρεσιών και τιμών στους πολίτες, β) την ορθολογικοποίηση του τρόπου τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας και γ) την αντιμετώπιση, μέσω μηχανισμών ελέγχου και επιβολής αυστηρών διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, φαινομένων λαθρεμπορίας και νοθείας καυσίμων, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος.


Παρά το ότι, λοιπόν, το μέτρο αυτό επιβάλλεται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, προς εξυπηρέτηση του θεμιτού, καταρχήν, σκοπού της αποτροπής άσκησης απερίσκεπτων ενδίκων μέσων βοηθημάτων εντεύθεν ταχείας επίλυσης των αναφυόμενων κατά την εφαρμογή του ν. 3054/2002 διαφορών, αντίκειται, ωστόσο, στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., κατά το μέρος που αφορά σε αδειούχος λιανικής εμπορίας πετρελαίου, καθώς καθιστά υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος δικαστικής τους προστασίας. Και τούτο, διότι α) αφορά στην πρόσβαση διαδίκων σε πρώτο βαθμό δικαστικής δικαιοδοσίας, β) θεσπίζει οικονομικό βάρος μεγάλου ύψους, ήτοι ποσοστό 20% του επιβληθέντος προστίμου, κυμαινόμενου από 5.000 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ, με ανώτατο όριο τις 75.000 ευρώ, γ) οι αδειούχοι λιανικής εμπορίας πετρελαίου που διατηρούν πρατήριο υγρών καυσίμων προς διάθεση σε τελικούς καταναλωτές δεν μπορούν, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, να θεωρηθούν ότι είναι τέτοιας οικονομικής επιφάνειας και δη ρευστότητας, ώστε να μπορούν ευχερώς να καταβάλουν το ως άνω οικονομικό βάρος κατά την άσκηση της προσφυγής, δ) το εν λόγω δικονομικό απαράδεκτο συνδέεται ρητά με τον χρόνο «άσκησης της προσφυγής», δηλαδή με την κατάθεσή της, η οποία πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 66 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 – Α΄ 97), εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα ημερών από την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της πράξης επιβολής του προστίμου, ε) το ύψος του απαιτούμενου για το παραδεκτό της άσκησης της προσφυγής οικονομικού βάρους δεν συναρτάται με υποκειμενικά κριτήρια, όπως το μέγεθος της διάδικης επιχείρησης ή το εύρος του κύκλου εργασιών της, ούτε προβλέπεται διοικητική ή δικαστική διαδικασία απαλλαγής της διάδικης επιχείρησης σε περίπτωση αποδεδειγμένης οικονομικής αδυναμίας της να ανταπεξέλθει στην επίμαχη δικονομική της υποχρέωση και στ) προβλέπεται ήδη προς τον σκοπό της αποτροπής άσκησης απερίσκεπτων ενδίκων βοηθημάτων η καταβολή παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Εξάλλου, η θέσπιση της εν λόγω δικονομικής υποχρέωσης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί – πάντα όσον αφορά τους αδειούχους λιανικής εμπορίας πετρελαίου που διατηρούν πρατήριο υγρών καυσίμων – από την ιδιαίτερη φύση ή το αυξημένο λειτουργικό κόστος εκδίκασης των συγκεκριμένων υποθέσεων, οι οποίες δεν προκύπτει ότι παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές από άλλες υποθέσεις σχετικές με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα εν μέρει επίρριψης στην ηττώμενη επιχείρηση, μέσω της θέσπισης της ως άνω οικονομικής υποχρέωσης, του λειτουργικού κόστους της διεξαγωγής της δίκης (πρβλ. εξ αντιδιαστολής Σ.τ.Ε. 2780/2012 7μ. ). Τέλος ακόμη και υπό την εκδοχή ότι η επιβολή της ανωτέρω δικονομικής υποχρέωσης αυτής παρίσταται, ομοίως αντίθετη στα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., καθόσον τέτοιος εισπρακτικός σκοπός δεν συνάπτεται με την πρόοδο της δίκης και τη εν γένει απονομή της δικαιοσύνης, προϋπόθεση υπό την οποία και μόνο είναι συνταγματικώς ανεκτή η θέσπιση δικονομικών απαραδέκτων. Άλλωστε, από την έκδοση της, η διοικητική πράξη περί επιβολής προστίμου είναι, ανεξαρτήτως ενδεχόμενων πλημμελειών της, εκτελεστή και το Δημόσιο μπορεί να εκκινήσει τις αναγκαίες διοικητικές διαδικασίες για την είσπραξη του ποσού αυτού, ασχέτως της δικαστικής του αμφισβήτησης.


Με αυτές τις σκέψεις το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή της εταιρείας που εκπροσωπούσαμε ασκήθηκε παραδεκτά και νόμιμα, παρά το γεγονός ότι δεν προκαταβλήθηκε εκ μέρους της το ποσό των 4.800 ευρώ, ήτοι το 20% του επιβληθέντος σε βάρος της προστίμου, απορρίφθηκαν δε ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου προσβαλλόμενοι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου.

bottom of page