Δικηγορικό Γραφείο
ΝΤΟΥΜΑΤΣΑΣ | ΓΕΩΡΓΟΥΛΑΣ
& Συνεργάτες
Πανεπιστημίου 42
Αθήνα 10679
7ος όροφος
19.12.2018
Χρόνος έναρξης των αναγνωριζόμενων δικαστικά συμβάσεων αορίστου χρόνου στο Δημόσιο
Πότε θεωρείται ότι συστήνεται μία προσωποπαγής θέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στον δημόσιο τομέα, η αναγνώριση της οποίας έγινε με δικαστική απόφαση; Κατά το χρόνο που η απόφαση γίνεται αμετάκλητη ή κατά το χρόνο που αναγνωρίζεται ότι δημιουργήθηκε για πρώτη φορά η εργασιακή σχέση, δηλαδή κατά το χρόνο που συνήφθη η κατ’ όνομα σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου, η οποία αναγνωρίστηκε δικαστικά ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου;
Στο ερώτημα αυτό, το οποίο απασχολεί τόσο τους εργαζόμενους των οποίων η σχέση με το Δημόσιο, κάποιο Ν.Π.Δ.Δ. ή κάποιον Ο.Τ.Α. όσο και τις υπηρεσίες που υποχρεούνται να τους κατατάξουν στο προσωπικό τους και το οποίο συναρτάται και με περαιτέρω ζητήματα, όπως η βαθμολογική και μισθολογική κατάταξη των εν λόγω εργαζομένων, απάντησε κατ’ αρχάς του Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμ. 129/2016 γνωμοδότησή του γνωμοδότησε ότι σε περίπτωση δικαστικής αναγνώρισης ότι η σχέση εργασίας που συνδέει έναν φορέα του Δημοσίου με κάποιον εργαζόμενο είναι αορίστου χρόνου, η σύσταση της σχέσης αυτής θεωρείται ότι έχει ξεκινήσει με την έναρξη της συμβατικής σχέσης του εργαζόμενου με το φορέα ανεξάρτητα από το πώς χαρακτηρίστηκε αρχικά η συμβατική αυτή σχέση, Για παράδειγμα, στην περίπτωση εργαζομένου που συνήψε με Ο.Τ.Α. διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου -η πρώτη εκ των οποίων ξεκίνησε το έτος 2006 και οι οποίες το έτος 2011 αναγνωρίστηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ότι αποτελούν μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου- ως χρόνος έναρξης της σύμβασης αορίστου χρόνου θα πρέπει να θεωρείται, σύμφωνα με το ΝΣΚ, το έτος 2006. Με αυτό δε το δεδομένο θα πρέπει να υπολογίζεται και η μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη του εργαζομένου.
Την γνωμοδότηση αυτή, όμως, δεν αποδέχεται το Υπουργείο Οικονομικών. Πράγματι, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 2/81783/ΔΕΠ/24.01.2017 έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους διευκρινίζεται ότι η ανωτέρω γνωμοδότηση δεν έχει γίνει δεκτή από τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών και επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει προκαθορισμένος κανόνας, ο οποίος πρέπει να ακολουθείται, προκειμένου να διαπιστώνεται σε ποιο χρονικό σημείο ανάγεται η έναρξη μίας αναγνωρισθείσας δικαστικώς σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά αντίθετα αυτό θα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση και πάντοτε σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης. Με άλλα λόγια, υπονοείται ότι ο χρόνος έναρξης της αναγνωριζόμενης σύμβασης αορίστου είναι αυτός που καθορίζεται κάθε φορά από την απόφαση και όχι ο χρόνος έναρξης του αρχικού συμβατικού δεσμού, όπως είχε γνωμοδοτήσει του Ν.Σ.Κ.
Μάλιστα με το ανωτέρω έγγραφο επισημάνθηκε επίσης ότι η απλή αναγνώριση της σχέσης εργασίας ως αορίστου χρόνου δεν αρκεί, ώστε να εξασφαλίσει και την μισθολογική αποκατάσταση των εργαζομένων. Αντίθετα, η καταβολή μη καταβληθέντων για οποιοδήποτε λόγο μισθών θα πρέπει να διατάσσεται ειδικώς από το Δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής καταψηφιστικής αγωγής.