top of page
ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ.jpeg
ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ.jpeg
%CE%A6%CE%A9%CE%A4%CE%9F_edited.jpg

Απόστολος Γεωργούλας

20.04.2021

Σεξουαλική παρενόχληση και βία κατά των γυναικών στην εργασία

Η γνωστοποίηση από μία πολύ γνωστή αθλήτρια του βιασμού που φέρεται ότι υπέστη προ πολλών ετών με θύτη κάποιον παράγοντα της ομοσπονδίας της αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για την μαζική δημοσιοποίηση ιστοριών ανδρών και γυναικών –από διάφορους επαγγελματικούς χώρους- που υπήρξαν στο παρελθόν θύματα βιασμού, σεξουαλική παρενόχλησης ή λεκτικής βίας. Τις ημέρες μετά την καταγγελία της αθλήτριας, έγιναν γνωστές, μέσα κυρίως από επώνυμες τηλεοπτικές παρουσίες ή διαδικτυακές αναρτήσεις, δεκάδες περιπτώσεις προσώπων που υπέστησαν παρόμοιες συμπεριφορές, κυρίως στον εργασιακό τους χώρο. Στη δημόσια συζήτηση μπήκαν όροι όπως «σεξουαλική παρενόχληση», «λεκτική βία», «ψυχολογική βία» κ.α., στις οποίες αποδόθηκε συχνά εύρος στενότερο ή ευρύτερο από αυτό που πραγματικά έχουν. Παράλληλα, αν και η συζήτηση οδήγησε στην αποκάλυψη ονομάτων και συμπεριφορών, εντούτοις λίγα ειπώθηκαν σχετικά με το πώς μπορεί να προστατευθεί ή να αποζημιωθεί το θύμα μίας τέτοιας συμπεριφοράς από τον θύτη ή από το κράτος.

 

  • Τι είναι «παρενόχληση», «σεξουαλική παρενόχληση» και «βία κατά των γυναικών»;

 

Δυστυχώς, συμπεριφορές, όπως η παρενόχληση δεν είχαν έως αρκετά πρόσφατα αντιμετωπιστεί κανονιστικά τόσο από την ελληνική όσο και την ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Ορισμός της έννοιας της παρενόχλησης περιλήφθηκε στην Οδηγία 73/2002/ΕΚ[1]. Σύμφωνα με την Οδηγία, παρενόχληση έχουμε «όταν εκδηλώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με το φύλο ενός προσώπου με σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος». Στην ίδια Οδηγία ορίζεται και η έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης ως «οιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος».

Επισημαίνεται ότι η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, δηλαδή να είναι λεκτική, μη λεκτική ή σωματική. Σε κάθε περίπτωση τόσο η παρενόχληση όσο και η σεξουαλική παρενόχληση ως συμπεριφορές μπορεί να έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα την δημιουργία αρνητικών συναισθημάτων και περιβάλλοντος για το πρόσωπο που τις υφίσταται. Από αυτό συνάγεται ότι δεν είναι αναγκαίο πράγματι να δημιουργείται τέτοιο αρνητικό περιβάλλον για να διαπιστωθεί ότι υφίστανται παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση. Αρκεί απλώς το πρόσωπο που υποπίπτει σε αυτή τη συμπεριφορά να έχει σκοπό, δηλαδή πρόθεση, να δημιουργήσει αυτό το αρνητικό περιβάλλον.

Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ορισμοί που δόθηκαν για την παρενόχληση και την σεξουαλική παρενόχληση από την Οδηγία αφορούσαν αυτές τις συμπεριφορές στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών. Υπ’ αυτή την έννοια χαρακτηρίστηκαν ως απαγορευμένη μορφή διάκρισης λόγω φύλου. Όμοιοι ορισμοί και όμοιος χαρακτηρισμός για την παρενόχληση και την σεξουαλική παρενόχληση περιλήφθηκαν και στην Οδηγία 2004/113/ΕΚ[2], στην Οδηγία 2006/54/ΕΚ[3] και στην Οδηγία 2010/41/ΕΚ[4]. Όλες οι ανωτέρω Οδηγίες επιχειρούν να ρυθμίσουν κανονιστικά την  ισότιμη πρόσβαση ανδρών και γυναικών στην εκπαίδευση, την εργασία ή την ανεξάρτητη απασχόληση.

Όμοιος ορισμός για την παρενόχληση και τη σεξουαλική παρενόχληση δόθηκε και με το ν. 3896/2010[5] με τον οποίο εναρμονίστηκε η ελληνική έννομη τάξη με την Οδηγία 2006/54/ΕΚ. Στο νόμο αυτό, όπως και στους σχετικούς ορισμούς επήλθαν αλλαγές με το ν. 4604/2019[6]. Η βασικότερη αλλαγή που έφερε ο τελευταίος αυτός νόμος είναι ότι περιόρισε το εύρος της συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται ως σεξουαλική παρενόχληση. Ειδικότερα, ενώ με τις ανωτέρω Οδηγίες και με το ν. 3869/2010 ως σεξουαλική παρενόχληση χαρακτηριζόταν η συμπεριφορά που είχε ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας του ατόμου, με τον πρόσφατο ν. 4604/2019 ως τέτοια μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο η συμπεριφορά που έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας και όχι αυτή που αποσκοπεί σε αυτό, χωρίς, όμως, να το επιτυγχάνει.

Με την «Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας» (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης[Δ11] )[7], την οποία κύρωσε και η Ελλάδα, ορίσθηκε και η έννοια βία κατά των γυναικών ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μορφή διάκρισης κατά των γυναικών που περιλαμβάνει «όλες τις πράξεις βίας βασιζόμενης στο φύλο, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη φυσική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή πόνο για τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των απειλών τέλεσης τοιούτων πράξεων, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη αποστέρηση της ελευθερίας, είτε αυτή συμβαίνει στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό βίο». Τα μέρη που συμμετείχαν στη Σύμβαση δεσμεύθηκαν στην θέσπιση διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, οι οποίες θα αποσκοπούν στην αποτροπή, τιμώρηση και αποζημίωση των συμπεριφορών που επιδιώκεται να καταπολεμηθούν με αυτή, μεταξύ δε αυτών και της βίας κατά των γυναικών, αλλά και στη θέσπιση δικονομικών διατάξεων που θα διευκολύνουν την επίτευξη των ουσιαστικών προβλέψεων.

  • Πώς τιμωρούνται οι ανωτέρω συμπεριφορές στην ελληνική έννομη τάξη;

 

Με το ά. 343 του Ποινικού Κώδικα που ισχύει από 01.07.2019 προβλέφθηκε ότι τιμωρείται με ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή όποιος υποχρεώνει άλλο πρόσωπο να επιχειρήσει ή να ανεχθεί γενετήσια πράξη κάνοντας κατάχρηση οποιασδήποτε φύσης σχέσης εργασιακής εξάρτησης, αλλά και όποιος υποχρεώνει άλλον να επιχειρήσει ή να ανεχθεί, εκμεταλλευόμενος την άμεση ανάγκη του να εργασθεί. Εξάλλου, με την παρ. 4 του ά. 337 του Ποινικού Κώδικα προβλέφθηκε ότι τιμωρείται με φυλάκιση ή χρηματική ποινή όποιος προβαίνει σε χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα ή διατυπώνει προτάσεις για τέλεση γενετήσιων πράξεων σε πρόσωπο που εξαρτάται εργασιακά από αυτόν ή εκμεταλλευόμενος την ανάγκη ενός προσώπου να εργαστεί.

Με τις δύο αυτές διατάξεις προβλέφθηκε ο ποινικός κολασμός συμπεριφορών που σχετίζονται είτε με τον εξαναγκασμό σε γενετήσιες πράξεις είτε με την διατύπωση προτάσεων τέλεσης γενετήσιων πράξεων ή και με την απλή απεύθυνση χειρονομιών γενετήσιου χαρακτήρα στο πλαίσιο μίας εργασιακής σχέσης. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην προστασία εργαζομένων καθ’ οιονδήποτε τρόπο από αδικήματα σχετικά με την γενετήσια αξιοπρέπεια που μπορεί να τελεστούν με κατάχρηση από τον εργοδότη, τον προϊστάμενο κ.ο.κ. της θέσης του. Οι συμπεριφορές αυτές απαντώνται αρκετά συχνά σε διάφορα εργασιακά περιβάλλοντα και συνήθως παραμένουν ατιμώρητες υπό τον φόβο των αντιποίνων που ενδέχεται να προκύψουν από το πρόσωπο που καταχράται τη θέση του.

Περαιτέρω, όπως ειπώθηκε ανωτέρω, με το ν. 4531/2018 ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Στην Σύμβαση περιέχονται συγκεκριμένες ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών. Ειδικότερα, με βάση αυτή της Σύμβαση, η χώρα μας δεσμεύεται να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την παροχή των αναγκαίων αστικών ένδικων μέσων στα θύματα πράξεων βίας λόγω φύλου έναντι των θυτών, όπως επίσης και τα αναγκαία αστικά ένδικα μέσα απέναντι στο κράτος[8] στην περίπτωση που αυτό απέτυχε να λάβει τα απαραίτητα προληπτικά ή προστατευτικά μέτρα έναντι αυτών των συμπεριφορών. Επίσης, η χώρα μας δεσμεύεται να εξασφαλίζει ότι τα θύματα θα μπορούν να διεκδικήσουν χρηματική αποζημίωση είτε από τους δράστες είτε από το κράτος.

Σε κάθε περίπτωση, εκτός από την ποινικοποίηση των συμπεριφορών που περιγράφηκαν ανωτέρω, ειδικότερα δε εκείνων που περιλαμβάνουν κατάχρηση της θέσης εργασιακής εξάρτησης των θυμάτων, τα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης ή παρενόχλησης που λαμβάνει χώρα στην εργασία ή εξ αφορμής αυτής μπορούν να διεκδικούν την πλήρη αποζημίωσή τους και την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υφίστανται με τις γενικές διατάξεις για την προστασία της προσωπικότητάς τους (ΑΚ. 57, 59) και των αδικοπραξιών (914 επ.). Τα θύματα των ανωτέρω συμπεριφορών μπορούν να αξιώνουν την παύση τέτοιων συμπεριφορών, την παράλειψή τους μελλοντικά, αλλά και την αποζημίωσή τους για την ζημία που υπέστησαν.

Τέλος, προστασία παρέχεται στους εργαζόμενους που υφίστανται τέτοιες συμπεριφορές έναντι αντιποίνων. Ρητά προβλέπεται[9] η απαγόρευση της καταγγελίας ή με άλλο τρόπο λύσης κάποιας εργασιακής σχέσης για λόγους φύλου ή ως εκδίκηση λόγω μη ενδοτικότητας του εργαζόμενου σε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση. Αντίστοιχα, η καταγγελία της εργασιακής σχέσης που έγινε για τέτοιους λόγους θα πρέπει να θεωρείται άκυρη, ενώ ο/η εργαζόμενος/-η που απολύθηκε ακύρως έχει αξιώσεις σε μισθούς, ακόμα και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του/της.

 

  • Η ανάγκη πιο στοχευμένης προστασίας των θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης και παρενόχλησης στον χώρο εργασίας.

 

Μετά τα πρόσφατα γεγονότα και τις εκατοντάδες καταγγελίες που είδαν το φως της δημοσιότητας αναφορικά με περιστατικά παρενόχληση και σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο, έχει αναδειχθεί η ανάγκη για τη θέσπιση ενός πιο συνεκτικού και ομοιογενούς θεσμικού πλαισίου για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων. Τούτο διότι οι διατάξεις με βάση τις οποίες μπορεί σήμερα κάποιος να προστατευθεί δεν εντάσσονται σε ένα σύστημα κανόνων που αφορούν αποκλειστικά και μόνο την εργασία και την κατάχρηση των εργασιακών σχέσεων, αλλά στην πλειονότητά τους είναι γενικές διατάξεις, οι οποίες μπορούν παρεμπιπτόντως να εφαρμοστούν και στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Η δέσμευση της Κυβέρνησης να εισηγηθεί στη Βουλή την κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας (ΔΣΕ) 190 σχετικά με την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στον χώρο της εργασίας είναι προς την θετική κατεύθυνση, καθώς με την κύρωση της θα υπάρξει το αναγκαίο θεσμικό εργαλείο για την αποτελεσματικότερη αποτροπή των καταχρήσεων, αλλά και την αποκατάσταση των θυμάτων αυτών των συμπεριφορών.

 

[1] Οδηγία 73/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών.

[2] Οδηγία 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2004 για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών.

[3] Οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2006 για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.

[4] Οδηγία 2010/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2006 για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών που ασκούν αυτοτελή επαγγελματική δραστηριότητα

[5] Φ.Ε.Κ. Α’ 207/08.12.2010

[6] Φ.Ε.Κ. Α’ 50/26.03.2019

[7] Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 4531/2018 (Φ.Ε.Κ. Α’62/05.04.2018).

[8] Άρθρο 29 Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης

[9] Βλ. ά. 14 του ν. 3896/2010.

bottom of page