top of page
  • Writer's pictureΛάμπρος Ντουματσάς

Επιδίκαση δεδουλευμένων - δώρων υπέρ εργαζομένου που καθυστέρησε να τα διεκδικήσει (227/2020 ΜΠρΑθ)


Ο εντολέας μας εργαζόταν ως μισθωτός στην επιχείρηση του εναγόμενου από το έτος 2009 και επί 8 περίπου χρόνια με μηνιαίες καθαρές αποδοχές ύψους 1.400 ευρώ. Από το έτος 2012 ο εναγόμενος άρχισε να καθυστερεί την καταβολή της μισθοδοσίας του εντολέα μας, ενώ από το έτος 2014 προέβη σε μονομερή μείωση του μισθού του στα 650 ευρώ. Επιπλέον, ο εναγόμενος δεν κατέβαλε στον εντολέα μας μέρος από τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και των επιδομάτων αδείας για το χρονικό διάστημα μεταξύ 2012 και 2016. Ο εντολέας μας καθ' όλη τη χρονική διάρκεια από το έτος 2012 έως το 2016 ανεχόταν την καθυστέρηση καταβολής της μισθοδοσίας του, χωρίς να διαμαρτύρεται, έχοντας απόλυτη ανάγκη την εργασία του στην επιχείρηση του αντιδίκου.


Τον Ιανουάριο του 2017 ο εντολέας μας υπέστη σοβαρό καρδιολογικό πρόβλημα, το οποίο αντιμετωπίστηκε χειρουργικά και στη συνέχεια υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο εξαιτίας του οποίου κατέστη ανάπηρος σε ποσοστό 85 % με αποτέλεσμα από τον Σεπτέμβριο του 2017 να λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας. Κατά τη διάρκεια των προβλημάτων υγείας του εντολέως μας ο εναγόμενος κατάγγειλε την σύμβαση εργασίας του, χωρίς όμως να εξοφλήσει τους οφειλόμενους δεδουλευμένους μισθούς, τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και τα επιδόματα αδείας. Μετά την αποφυγή του άμεσου κινδύνου υγείας ο εντολέας μας προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά και πάλι ο εναγόμενος απέφυγε να καταβάλει σε αυτόν το οποιοδήποτε ποσό.


Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή αγωγή του γραφείου μας με την οποία ζητούσαμε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος επιχειρηματίας να καταβάλει στον εντολέα μας τα οφειλόμενα ποσά και επιδίκασε υπέρ του εντολέα μας το ποσό των 29.034 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Παράλληλα, απέρριψε τόσο τον ισχυρισμό του εναγόμενου σχετικά με την εξόφληση των ποσών που διεκδικούσαμε όσο και ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής. Ειδικότερα, σχετικά με τον τελευταίο αυτό ισχυρισμό ο εναγόμενος επιχειρηματίας υποστήριξε ότι καθ' όλη τη διάρκεια των πέντε ετών (2012-2016), κατά τα οποία, σύμφωνα με την αγωγή, κατέβαλε στον εντολέα μας ποσά έναντι του συμφωνηθέντος μισθού, ο τελευταίος ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε με αποτέλεσμα το δικαίωμά του να υποπέσει σε αδράνεια, η δε μετέπειτα άσκηση του δικαιώματός του και μάλιστα σε χρόνο τόσο μακρινό σε σχέση με τα γεγονότα είναι καταχρηστική. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του εναγόμενου επιχειρηματία περί καταχρηστικότητας με το σκεπτικό ότι από το αποδεικτικό υλικό δεν προέκυψε η εκδήλωση συμπεριφοράς από μέρους του εντολέα μας από την οποία να δημιουργήθηκε κατάσταση ικανή, σε συνδυασμό με άλλες περιστάσεις, να οδηγήσει την άσκηση των δικαιωμάτων του σε προφανή αντίθεση με την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτείται να επιδεικνύεται από τα μέρη των συναλλαγών, ούτε με τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Επιπλέον, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η έλλειψη διαμαρτυρίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδοχή της κατάστασης και συνειδητή αποβολή της πρόθεσης του εντολέα μας να επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση των δικαιωμάτων του, καθώς η όποια αδράνειά του αποδείχθηκε ότι οφειλόταν στην άμεση επαγγελματική του εξάρτηση από τον εναγόμενο επιχειρηματία.

bottom of page