Δικηγορικό Γραφείο
ΝΤΟΥΜΑΤΣΑΣ | ΓΕΩΡΓΟΥΛΑΣ
& Συνεργάτες
Πανεπιστημίου 42
Αθήνα 10679
7ος όροφος
07.03.2020
Μη ανανέωση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου νεότοκης συμβασιούχου σε Ν.Π.Δ.Δ.
Η παρουσιαζόμενη υπόθεση αφορά σε νεότοκη εργαζομένη σε Ν.Π.Δ.Δ., η οποία απασχολούνταν στο σχεδιασμό και συντήρηση ιστοσελίδων για πρόγραμμα διδασκαλίας εξ αποστάσεως με διαδοχικές, διαρκώς ανανεούμενες συμβάσεις έργου ορισμένου χρόνου συνολικής διάρκειας πέντε ετών, ήτοι από 1.10.2005 έως 30.09.2010. Την 19.06.2010 απέκτησε τέκνο και το Ν.Π.Δ.Δ. έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της από την 01.10.2010, επικαλούμενο τη λήξη της τελευταίας σύμβασης και αρνούμενο να της την ανανεώσει.
Η ως άνω εργαζόμενη άσκησε αγωγή και ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της απόλυσής της υποστηρίζοντας ότι α) ότι οι αλλεπάλληλες συμβάσεις έργου που τη συνέδεαν με το εναγόμενο αποτελούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς εξυπηρετούσε διαρκείς και πάγιες ανάγκες της παιδαγωγικής δραστηριότητας του τελευταίου, β) ότι η εκ μέρους του εναγόμενου διακοπή της απασχόλησής της μετά τη 30.09.2010 συνιστά άκυρη καταγγελία σύμβασης εργασίας, καθότι έγινε i) χωρίς τήρηση έγγραφου τύπου και καταβολή νόμιμης αποζημίωσης, ή ii) υπήρξε καταχρηστική διότι οφείλετο στο γεγονός ότι η ενάγουσα έγινε μητέρα, ενώ το Ίδρυμα συνέχισε να αποδέχεται τις υπηρεσίες άλλων συναδέλφων της που είχαν προσληφθεί την ίδια με αυτήν περίοδο ή, iii) κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 15 παρ.1 του ν. 1483/1984, που απαγορεύει την απόλυση γυναικών κατά τη διάρκεια της κύησης και ένα έτος μετά τη γέννηση του τέκνου, ενώ ακόμα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο γ) να καταβάλει αποδοχές υπερημερίας, δ) να την απασχολεί πραγματικά με απειλή χρηματικής ποινής και ε) επικουρικά, εφόσον κριθεί έγκυρη η παύση της απασχόλησης, να καταβάλει σ’ αυτήν νόμιμη αποζημίωση ύψους 3.536 ευρώ.
Το Πρωτοδικείο απέρριψε όλα τα αιτήματα της αγωγής και η εργαζόμενη προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση με έφεση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο εξαφάνισε την ως άνω απόφαση και δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Συγκεκριμένα, δέχτηκε ότι οι συμβάσεις είτε θεωρούνταν έργου είτε εξαρτημένης εργασίας ήταν άκυρες σε κάθε περίπτωση, καθώς δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις σύναψής τους με Ν.Π.Δ.Δ., και άρα τα μέρη τα συνέδεε μια απλή εργασιακή σχέση, η οποία θα μπορούσε να καταγγελθεί οποτεδήποτε, όχι όμως πριν περάσει ένα έτος από τον τοκετό, αφού το άρθρο 15 του ν. 1483/1984 απαγορεύει την απόλυση ακόμη και στην περίπτωση μη έγκυρης αλλά απλής εργασιακής σχέσης. Με το σκεπτικό αυτό το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δείχνοντας μεγαλύτερο σεβασμό στο θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας της μητρότητας, επιδίκασε τις αποδοχές υπερημερίας από την επόμενη της απολύσεως και μέχρι τη λήξη του έτους από τον τοκετό, ενώ απέρριψε τα υπόλοιπα αγωγικά αιτήματα.
Ακολούθως, το Ν.Π.Δ.Δ. άσκησε αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης. Ο Άρειος Πάγος αν και αρχικά επικύρωσε την άποψη του Εφετείου ότι οι συμβάσεις ήταν άκυρες και υπήρχε απλή σχέση εργασίας, θεώρησε ωστόσο τη διακοπή της απασχόλησης της εργαζομένης έγκυρη, με τη σκέψη ότι η προστασία του άρθρου 15 ν. 1483/1984 παρέχεται μόνο κατά τη διάρκεια και όχι μετά τη λήξη μιας σύμβασης ή απλής εργασιακής σχέσης. Έτσι, έκρινε ότι έληξε η προστασία με τη λήξη της σύμβασης στις 30.09.2010 και ήταν νόμιμη η απόλυση. Από την άλλη, ο Α.Π. διαφώνησε με το Εφετείο ως προς το ότι το π.δ. 164/2004 δεν είχε εφαρμογή στην υπόθεση αυτή, και έκρινε νόμιμο το επικουρικό (υπό ε’) αγωγικό αίτημα της αναιρεσίβλητης για καταβολή της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 7 παρ. 2 του ίδιου π.δ. και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο προκειμένου να ερευνηθεί αυτή η επικουρική βάση της αγωγής.
Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι όλη η διαδικασία επί της υπόθεσης αυτής και στα τρία δικαιοδοτικά βήματα έχει ήδη διαρκέσει σχεδόν μία δεκαετία, χωρίς να έχει ακόμα ολοκληρωθεί.