Δικηγορικό Γραφείο
ΝΤΟΥΜΑΤΣΑΣ | ΓΕΩΡΓΟΥΛΑΣ
& Συνεργάτες
Πανεπιστημίου 42
Αθήνα 10679
7ος όροφος
27.08.2019
Εργατικό ατύχημα εργαζομένου σε Ο.Τ.Α.
Δεν υπάρχει νομοθετικός ορισμός της έννοιας του εργατικού ατυχήματος. Στους εννοιολογικούς προσδιορισμούς του άρθρου 8 του Α.Ν.1846/51 ως ατύχημα ορίζεται «το εν τη εργασία ή εξ αφορμής ταύτης βίαιον συμβάν και την επαγγελματική ασθένεια».
Σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τη νομολογία των Δικαστηρίων ως εργατικό ατύχημα χαρακτηρίζεται ο θάνατος ή η ανικανότητα προσώπου για εργασία που προκλήθηκε από ένα βίαιο περιστατικό που έγινε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξαιτίας αυτής. Σαν τέτοιο περιστατικό θεωρείται κάθε βίαιο εξωτερικό γεγονός που προκάλεσε την πάθηση ή βλάβη ή την επιδείνωση προϋπάρχουσας νόσου, εφόσον έγινε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή αυτή και συνδέεται με την εργασία άμεσα ή έμμεσα σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος (βλ. π.χ. ΣτΕ 394/1992, όπου αναφέρεται «κατά την έννοιαν των διατάξεων τούτων, ως εργατικόν ατύχημα θεωρείται παν βίαιον συμβάν, γενεσιουργόν αναπηρίας παρακωλυούσης την εργασίαν, επελθόν κατά την εκτέλεσιν της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής και τελούν προς αυτήν, αμέσως ή εμμέσως, εις σχέσιν αιτίου και αποτελέσματος, ως τοιούτον δε ατύχημα θεωρείται το επισυμβάν εις τον χώρον και κατά την διάρκειαν της εργασίας, έστω και αν προεκλήθη και εξ αμελείας του παθόντος, διότι η τυχόν αμέλεια αυτού δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα του ατυχήματος, ως εργατικού, αλλά μόνον ο δόλος (Σ.Ε. 800/1970, 1160/1983, 3475/1987). Ως τοιούτο δε ατύχημα θεωρείται κα το επισυμβάν υπό αναλόγους συνθήκας κατά την μετάβασιν του ησφαλισμένου εις τον τόπον της εργασίας του ή την εκ τούτου αποχώρησιν, αρκεί να υφίσταται εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει αιτιώδη σύνδεσμος μεταξύ της εργασίας και του ατυχήματος (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2717/ 1982, 46971983, 2974/1984, 1439/1985, 1651/1986, 3475/1987, 3219/1990 κ.α)». Ο όρος «εργασία» αναφέρεται σε οποιαδήποτε εργασία η οποία, κατά εντολή εργοδότη, παρέχεται από τον εργαζόμενο ακόμα και εάν αυτή είναι πέρα από τα καθήκοντά του που απορρέουν από τη σχετική σύμβαση εργασίας του. Το Ι.Κ.Α. κατηγοριοποιεί τα εργατικά ατυχήματα σε τρείς κατηγορίες, ήτοι (α) εκείνα που συμβαίνουν κατά την εκτέλεση της εργασίας σαν άμεση συνέπεια αυτής, (β) εκείνα που συμβαίνουν με αφορμή την εργασία, δηλαδή εκτός του τόπου και του χρόνου εργασίας, με την προϋπόθεση να έχουν έστω και έμμεση σχέση με την εργασία και (γ) εκείνα που οφείλονται σε επαγγελματική ασθένεια.
Άπαξ και συμβεί εργατικό ατύχημα που έχει ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή την αδυναμία για συνέχιση της εργασίας ή το θάνατο προσώπου ο εργοδότης υποχρεούται να δηλώσει αυτό (α) στην οικεία Αστυνομική Αρχή αμέσως, (β) στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας μέσα σε 48ώρες, (γ) Προκειμένου να αναγνωριστεί το ατύχημα από το ΙΚΑ ως εργατικό θα πρέπει να αναγγελθεί εντός πέντε (5) ημερών στις υπηρεσίες του από τον εργοδότη ή τον αντιπρόσωπο του, από τον παθόντα και σε περίπτωση αδυναμίας του ή θανάτου του, από τα πρόσωπα που αποκτούν δικαίωμα απ' αυτό, από τον γιατρό που έδωσε τις πρώτες βοήθειες και από οποιοδήποτε τρίτο που έλαβε γνώση. Η δήλωση μπορεί να είναι γραπτή ή προφορική και συντάσσεται από την αρμόδια Υπηρεσία. Στη δήλωση πρέπει να μνημονεύεται συγκεκριμένα το ατύχημα και ταυτόχρονα περιγράφονται τα περιστατικά τα οποία συνιστούν εργατικό ατύχημα. Η αναγγελία ατυχήματος στο ΙΚΑ πρέπει να γίνει μέσα σε 5 μέρες από το ατύχημα. Ο γιατρός όμως και κάθε υπάλληλος του ΙΚΑ πρέπει να το αναγγείλουν το ατύχημα μέσα σε 24 ώρες από τότε που έλαβαν γνώση.
Σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος σε εργαζόμενο - υπάλληλο Ο.Τ.Α. αυτός έχει τα ακόλουθα δικαιώματα:
(α) Δικαίωμα σε ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη. Σε αυτή την περίπτωση και δεδομένου ότι ό εργαζόμενος Ο.Τ.Α. είναι ασφαλισμένος είτε υπηρετεί στον Ο.Τ.Α. με σχέση ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, ο εργοδότης απαλλάσσεται από τις σχετικές δαπάνες, οι οποίες βαρύνουν τον ΕΦΚΑ.
(β) Δικαίωμα σε επίδομα ασθενείας. Ο εργαζόμενος δικαιούται επίσης κατά το διάστημα της ανικανότητας επίδομα ασθενείας. Αν υφίσταται διαφορά στις αποδοχές δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση αυτή τη διαφορά.
(γ) Δικαίωμα συγγενών οι οποίοι διατρέφονται από τον παθόντα να αξιώσουν την διαφορά των αποδοχών ή την απώλεια αυτών σε περίπτωση θανάτου. Σε περίπτωση θανάτου λόγω εργατικού ατυχήματος οι συγγενείς του θανόντος που διατρέφονται από αυτόν έχουν υπό προϋποθέσεις το δικαίωμα να ζητήσουν να τους επιδικαστεί το ποσό που ο θανών θα συνεισέφερε στη διατροφή τους. Αυτό ισχύει κυρίως σε περιπτώσεις εργαζομένων με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες λύθηκαν εξαιτίας του θανάτου.
(δ) Δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη ή την ψυχική οδύνη των συγγενών σε περίπτωση θανάτου του εργαζομένου. Η εν λόγω χρηματική ικανοποίηση επιδικάζεται από τα Δικαστήρια, σε περίπτωση που το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια προσώπου που απασχολείται από τον εργοδότη ή αν υπάρχει παράβαση των διατάξεων για τους όρους υγιεινής και ασφάλειας. Το ποσό της αποζημίωσης εξαρτάται από την ένταση της βλάβης και καθορίζεται κατά την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου. Οι αξιώσεις αυτές παραγράφονται 5 χρόνια μετά το ατύχημα.
Εκ των ανωτέρω δικαιωμάτων, το δικαίωμα σε χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και το δικαίωμα στην αναζήτηση της διαφοράς των αποδοχών ή του ποσού που στερήθηκε ο εργαζόμενος ή οι συγγενείς του εξαιτίας της ανικανότητας προς εργασία μπορούν να αναζητηθούν σε βάρος του εργοδότη κατόπιν προσφυγής στη Δικαιοσύνη. Αρμόδια Δικαστήρια είναι τα Διοικητικά Δικαστήρια, καθότι οι διαφορές που αναφύονται εκ της ευθύνης του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. προς αποζημίωση, τέτοιες δε διαφορές είναι και αυτές που προκύπτουν από υλικές ενέργειες των υπηρεσιών των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ., στις περιπτώσεις βεβαίως που οι υλικές αυτές ενέργειες προέρχονται εκ της οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών αυτών ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εντός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του. Εξάλλου κατά την έννοια του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, που αναφέρεται στην ευθύνη του Δημοσίου κ.λ.π. για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημοσίας εξουσίας, που τους έχει ανατεθεί, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται και από υλικές ενέργειες των οργάνων των Ο.Τ.Α., στις περιπτώσεις βεβαίως που οι υλικές αυτές ενέργειες απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών αυτών ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εντός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του (Ολ. Σ.τ.Ε. 3045/1992, Α.Ε.Δ. 5/1995). Όταν όμως για τις παραπάνω πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες ενάγεται, ως προσωπικώς υπεύθυνο προς αποζημίωση, όχι ο Ο.Τ.Α. ή το Ν.Π.Δ.Δ., αλλά το όργανο αυτών που προκάλεσε τη ζημία, επί της αγωγής αυτής έχουν δικαιοδοσία να κρίνουν τα πολιτικά δικαστήρια, γιατί στις περιπτώσεις αυτές η διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 53/1995).